«Αόρατος» Καρκίνος του Μαστού – Πώς εντοπίζεται;

«Αόρατος» Καρκίνος του Μαστού – Πώς εντοπίζεται;

Αν και έχει βοηθήσει στον εντοπισμό αμέτρητων κρουσμάτων καρκίνου του μαστού διαχρονικά, υπάρχουν κακοήθειες που από μόνη της μια μαστογραφία δεν επαρκεί για να τις αποκαλύψει, οδηγώντας συχνά σε καθυστέρηση της διάγνωσης με σοβαρές συνέπειες στην υγεία κάθε γυναίκας. Υπάρχουν περιπτώσεις που ο καρκίνος του μαστού είναι «αόρατος» στις συνηθισμένες προληπτικές εξετάσεις και δεν εντοπίζεται παρά μόνο όταν είναι πολύ αργά.

Ο «αόρατος» αυτός καρκίνος του μαστού (Occult Breast Cancer) αντιπροσωπεύει το 0,3-1% όλων των μορφών της νόσου. Η αδυναμία εντοπισμού του οφείλεται κυρίως στην παρεμβολή φυσικού ιστού και αδένων του μαστού, που μπορεί να αποκρύψουν την ύπαρξη της κακοήθειας κατά την εξέταση της μαστογραφίας.

Αυτό είναι πολύ πιο πιθανό να συμβεί στην περίπτωση μαστών που αποτελούνται περισσότερο από ινώδη ιστό και αδένες και λιγότερο από λιπώδη ιστό.

Σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στο εξωτερικό, οι γυναίκες με υψηλή πυκνότητα ινώδους ιστού στο στήθος έχουν τέσσερις έως έξι φορές μεγαλύτερη πιθανότητα ανάπτυξης «αόρατου» καρκίνου του μαστού σε σύγκριση με εκείνες που έχουν μικρότερη πυκνότητα. Συγκεκριμένα, οι γυναίκες με πυκνότητα του μαστού 75% ή περισσότερο, έχουν σχεδόν πενταπλάσια πιθανότητα να διαγνωστούν με καρκίνο του μαστού μετά από αρνητική μαστογραφία, από τις γυναίκες με πυκνότητα μαστού κάτω του 10%.

Αυτό σημαίνει ότι οι γυναίκες με αυξημένη πυκνότητα στο στήθος διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να διαγνωστούν σε μεταγενέστερο στάδιο της νόσου. Ο κίνδυνος αυτός αντισταθμίζεται με την προσθήκη επιπλέον διαγνωστικών εξετάσεων, όπως το υπερηχογράφημα, η μαγνητική τομογραφία και άλλες σύγχρονες μέθοδοι απεικονιστικού ελέγχου.

Ενδεικτικά, μια πρόσφατη έρευνα που έλαβε χώρα στην Ιταλία ανέδειξε τα οφέλη του συνδυασμού της μαστογραφίας με υπερηχογραφικό έλεγχο. Οι ερευνητές μελέτησαν ύποπτες μάζες σε μεγάλο αριθμό ασθενών και διαπίστωσαν ότι οι υπέρηχοι αποκάλυψαν κακοήθειες που ήταν «αόρατες» στη μαστογραφία, στο 17% των περιπτώσεων. Σε άλλη περίπτωση, οι κακοήθειες αυτές θα είχαν μείνει αδιάγνωστες και θα εντοπίζονταν σε προχωρημένο στάδιο.

Ωστόσο, υπάρχουν κακοήθειες του μαστού που δεν απεικονίζονται ούτε σε μαστογραφία ούτε σε υπερηχογράφημα. Εμφανίζονται πρωτοπαθώς σε κάποιο λεμφαδένα της μασχάλης αλλά όχι στο στήθος κι έτσι διαφεύγουν της μαστογραφίας και του υπερηχογραφικού ελέγχου. Η νόσος εξαπλώνεται σε άλλους λεμφαδένες και στη συνέχεια και σε άλλα μέρη του σώματος (πνεύμονες, οστά, ήπαρ κλπ) και διαγιγνώσκεται από τα συμπτώματα των μεταστάσεων. Πολλές φορές αυτή η κατηγορία των νεοπλασμάτων αποκαλύπτεται εγκαίρως μόνο με την πραγματοποίηση μαγνητικής τομογραφίας για άλλη αιτία ή κατά τη διάρκεια κλινικής εξέτασης όπου ψηλαφώνται οι ύποπτοι λεμφαδένες και η ασθενής παραπέμπεται για περεταίρω διαγνωστικές εξετάσεις. Σημαντκό διαγνωστικό εργαλείο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η λήψη βιοψίας από το ύποπτο μόρφωμα για την ιστολογική ταυτοποίηση της νόσου. Η εμπειρία του κλινικού ιατρού παίζει τεράστιο ρόλο καθώς αντίστοιχα περιστατικά μπορεί εύκολα να μην διαγνωσθούν εγκαίρως καθώς οι κλασσικές απεικονιστικές εξετάσεις θα είναι αρνητικές. Όταν η νόσος διαγιγνώσκεται εγκαίρως και σε αυτή την ιδιαίτερη ομάδα ασθενών μπορεί να αντιμετωπιστεί με σημαντικά υψηλότερες πιθανότητες ίασης.